Κύκλωπες

Κύκλωπες
Κύκλωψ
Round-eyed
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κύκλωπες — Μυθολογικά πρόσωπα. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν δύσμορφα όντα με τερατώδη όψη, γιγάντιο ανάστημα και έφεραν ένα και μοναδικό μάτι στη μέση του μετώπου. Οι Κ. (Οδύσσεια, ι) ήταν λαός ποιμένων, οι οποίοι περιφρονούσαν τους θεούς, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Циклопы — (Κύκλωπες, Cyclopes = круглоокие) в космогоническом эпосе Гезиода порождение Урана и Геи, титаны, олицетворение грозовой тучи с молнией, символическим образом которой является единый большой горящий глаз исполинов. На отношение Ц. к атмосферному… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • κυκλώπιος — ία, ο (Α κυκλώπιος, ία, ον, θηλ. και εία και ποιητ. ανώμ. τ. κυκλωπίς, ίδος) [Κύκλωψ] κυκλώπειος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κυκλωπία συγγενής τερατογονική παραμόρφωση που χαρακτηρίζεται από συνένωση τών δύο οφθαλμικών κόγχων και την ύπαρξη ενός… …   Dictionary of Greek

  • μονόφθαλμος — η, ο (ΑΜ μονόφθαλμος, ον, ιων. μουνόφθαλμος) 1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι, όπως οι Κύκλωπες («οι Κύκλωπες ήταν μονόφθαλμοι») 2. αυτός που βλέπει με το ένα μόνο μάτι, ο τυφλός κατά το ένα μάτι («καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῑν εἰς τὴν… …   Dictionary of Greek

  • Cyclops — Polyphemus, by Johann Heinrich Wilhelm Tischbein, 1802 (Landesmuseum Oldenburg) This article is about the mythical creature. For other uses, see Cyclops (disambiguation). A cyclops ( …   Wikipedia

  • Kyklop — Kopf des Kyklopen Polyphemos, Marmor, Griechenland, 2. Jhdt. v. Chr oder römische Kopie Kyklopen (griechisch Κύκλωπες, Kreisäugige, Sg. Κύκλωψ) oder Zyklopen (Eindeutschung aus dem späteren …   Deutsch Wikipedia

  • КИКЛОПЫ — циклопы (Κύκλωπες), в греческой мифологии сыновья Урана и Геи, великаны с одним глазом посреди лба (название «К.» означает «круглоглазые»), мощные и дикие. Их имена: Бронт «гром», Стероп «молния» и Арг «перун» указывают на связь К. со стихийными… …   Энциклопедия мифологии

  • Cíclope — Para otros usos de este término, véase Cíclope (desambiguación). Odiseo alimenta al cíclope Polifemo. En la mitología griega, los Cíclopes (en griego Κύκλωψ Kýklops, plural Κύκλωπες Kýklopes, que viene de κύκλος kyklos, ‘rueda’, ‘círculo’ y ὤψ… …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”